ἀστραπηδόν

ἀστραπηδόν
ἀστρᾰπη-δόν, Adv.
A like lightning, Aristobul. ap. Eus.PE8.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀστραπηδόν — like lightning indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστραπηδόν — επίρρ. με ταχύτητα αστραπής …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”